- επιτεχνώμαι
- ἐπιτεχνῶμαι, -άομαι (Α)1. επινοώ δόλους για κάποιο σκοπό, μηχανορραφώ («βουλὴν ἐνταῡθα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾱται», Ηρόδ.)2. εφευρίσκω, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεχνώμαι (< τέχνη)].
Dictionary of Greek. 2013.